σπλαγχνικά

σπλαγχνικά
σπλαγχνικός
of
neut nom/voc/acc pl
σπλαγχνικά̱ , σπλαγχνικός
of
fem nom/voc/acc dual
σπλαγχνικά̱ , σπλαγχνικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • ορθόνευρα — τα ζωολ. τα γαστερόποδα μαλάκια τών οποίων οι σύνδεσμοι που ενώνουν τα πλευρικά με τα σπλαγχνικά γάγγλιά τους δεν διασταυρώνονται συνήθως, όπως συμβαίνει στα χιαστόνευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthoneure < ορθ(ο) * + νεύρο] …   Dictionary of Greek

  • αγγειώματα — Παθολογικοί όγκοι νεόπλαστων ή δυσπλαστικών αγγείων (κοινώς, ελιές). Είναι συνήθως καλοήθη, κάποτε όμως παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις. Τυχόν τραυματισμός τους προκαλεί έντονες αιμορραγίες, ιδίως όταν πρόκειται για σπλαγχνικά α., οπότε υπάρχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”